γεννητούρια

γεννητούρια
τα
η γέννα, ο τοκετός: Ήρθαμε να ευχηθούμε για τα γεννητούρια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γεννητούρια — τα 1. γέννα, τοκετός 2. τα γενέθλια 3. ο τόπος τής γέννησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. *γεννητήρια, πληθ. ουδ. τού επιθ. *γεννητήριος (< γεννητήρ*), με επίδραση τής κατάλ. ούρια κατ άλλους, γεννητούρια < επίθ. γεννητός + (κατάλ.) ούρια, πληθ. ουδ …   Dictionary of Greek

  • ξυπνητούρια — τα 1. ξύπνημα 2. φρ. «καλά ξυπνητούρια» λέγεται σε κάποιον που μόλις ξύπνησε ή ειρωνικά σε κάποιον που ξύπνησε αργά ή αντιλήφθηκε ή πληροφορήθηκε κάτι καθυστερημένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξυπνητήρια, πληθ. του ἐξυπνητήριον, με σίγηση τού αρκτ. άτονου ε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”